προσκατατιθέντας

προσκατατιθέντας
προσκατατίθημι
pay down besides
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσκατατίθημι — Α [κατατίθημι] 1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.) 2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”